- ῥητοροπρεπής
- ῥητορο-πρεπής, ές,A befitting an orator, dub. in Phld. Rh.1.165 S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ρητοροπρεπής — ές, Α αυτός που προσιδιάζει σε ρήτορα ή στη ρητορική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥήτωρ, ορος + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. ανδρο πρεπής] … Dictionary of Greek